ακόμπιαστος

ακόμπιαστος
-η, -ο [κομπιάζω]
1. αυτός που δεν έχει κόμπους ή δεν είναι δεμένος σε κόμπους
2. αυτός που δεν δυσκολεύεται κατά την κατάποση
3. αυτός που δεν δυσκολεύεται κατά την ομιλία
4. επίρρ. ακόμπιαστα
χωρίς δυσκολία κατά την κατάποση ή την ομιλία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακόμπιαστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει δεμένους κόμπους: Το καλό νήμα πρέπει να ναι ακόμπιαστο. 2. αυτός που δεν κομπιάζει, δε δυσκολεύεται όταν πίνει: Ήπιε ακόμπιαστος το πιοτό του. 3. αυτός που δε δυσκολεύεται όταν μιλά: Είπε το μάθημά του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”