- ακόμπιαστος
- -η, -ο [κομπιάζω]1. αυτός που δεν έχει κόμπους ή δεν είναι δεμένος σε κόμπους2. αυτός που δεν δυσκολεύεται κατά την κατάποση3. αυτός που δεν δυσκολεύεται κατά την ομιλία4. επίρρ. ακόμπιασταχωρίς δυσκολία κατά την κατάποση ή την ομιλία.
Dictionary of Greek. 2013.